- παγανάλια
- Στη Pωμαϊκή αυτοκρατορία, η γιορτή της σποράς που γινόταν στις διάφορες αγροτικές περιοχές (στα Pagi). Η γιορτή αυτή σχετιζόταν με τις θεές της Γης (Φύσης;), τη Δήμητρα (Ceres) και τη Γαία (Tellus), που κατά τον Οβίδιο καλούνταν στη γιορτή για να προστατεύσουν τον σπόρο.
* * *παγανάλια, τὰ (Α)εορτή τών Ρωμαίων κατά τον μήνα Ιανουάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganalia, -ium < paganalis, -is, -e < pagus «κώμη, χωριό»].
Dictionary of Greek. 2013.